ηγεμονιος

ηγεμονιος
    ἡγεμόνιος
     (= πομπαῖος См. πομπαιος, ψυχοπομπός) сопровождающий (души умерших в Аид), проводник (эпитет Гермеса) Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηγεμονιος" в других словарях:

  • ηγεμόνιος — ἡγεμόνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που άρχει, που οδηγεί 2. (επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές των νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ιος (πρβλ. βραχιόν ιος, δαιμόν ιος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγεμόνιος — guiding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμόνιον — ἡγεμόνιος guiding masc/fem acc sg ἡγεμόνιος guiding neut nom/voc/acc sg ἡγεμονέω have authority imperf ind act 3rd pl (doric) ἡγεμονέω have authority imperf ind act 1st sg (doric) ἡγεμονέω have authority imperf ind act 3rd pl (doric) ἡγεμονέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίου — ἡγεμόνιος guiding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίων — ἡγεμόνιος guiding masc/fem/neut gen pl ἡγεμονέω have authority pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»